Κατάθλιψη
Οι οργανισμοί υγείας ανά τον κόσμο κατατάσσουν την κατάθλιψη ως τη δεύτερη πιο συχνή μορφή ανικανότητας- αναπηρίας και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την αντιμετώπισή της.
Τι είναι η κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη είναι μια ψυχική διαταραχή που επηρεάζει τη συναισθηματική, διανοητική και φυσική κατάσταση του ατόμου. Οι σκέψεις μας μπορεί να είναι «μαύρες», βαριές και επίμονες, η διάθεση γίνεται κακή και χάνουμε την όρεξη για πράγματα που στο παρελθόν μας έδιναν χαρά. Οι διατροφικές συνήθειες και ο ύπνος μπορεί να αλλάξουν και το σώμα μπορεί να αρχίσει να αντιδρά με διάφορα συμπτώματα όπως πόνους, ενοχλήσεις ή διαρκή κόπωση. Συχνά η κατάθλιψη δεν μας αφήνει να δούμε «φως στο τέλος του τούνελ», νιώθουμε ότι η ζωή είναι μάταιη και θα συνεχίσει να είναι έτσι, βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από ένα αρνητικό πρίσμα που διογκώνει ακόμη περισσότερο την αίσθηση ματαιότητας και ως μόνη λύση φαίνεται το κλείσιμο στο σπίτι και στον εαυτό μας.
Αντιμετώπιση της κατάθλιψης
Όσο όμως είμαστε κλεισμένοι στο σπίτι ή στους τοίχους του εαυτού μας, αυτό το σαράκι που λέγεται κατάθλιψη συνεχίζει να μας τρώει εσωτερικά. Θέλει εξαιρετική δύναμη και κουράγιο να δραστηριοποιηθούμε και να μιλήσουμε σε έναν ειδικό –ίσως ακόμη και οι άνθρωποι που μας αγαπάνε δεν γνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι για μας αυτό- ωστόσο ο ψυχολόγος είναι ικανός να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε την κατάθλιψη και να ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή!
Η φυσική άσκηση και η ενασχόληση με πράγματα που μας ευχαριστούν είναι το πρώτο βήμα για να δώσουμε στον οργανισμό μας το φυσικό του αντικαταθλιπτικό- τις ενδορφίνες που παράγει ο εγκέφαλός μας. Παράλληλα, με τη βοήθεια του ψυχολόγου μπορούμε να εστιάσουμε στα θέματα που γέννησαν την κατάθλιψη, να τα τεμαχίσουμε σε μικρά κομμάτια ώστε να μπορέσουμε να τα διαχειριστούμε ευκολότερα και ταυτόχρονα να αρχίσουμε να βλέπουμε ξανά την όμορφη πλευρά της ζωής.
Τι είναι η κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη είναι η συνηθισμένη, καθημερινή λέξη για να περιγράψουμε το μεγάλο φάσμα των καταθλιπτικών διαταραχών που αποτελούν μια υποδιαίρεση των διαταραχών της διάθεσης. Η πιο συνηθισμένη από τις καταθλιπτικές διαταραχές είναι η Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή, για την οποία θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω. Υπάρχουν ακόμη αρκετές διαταραχές της διάθεσης, που όμως διαφοροποιούνται από την κατάθλιψη βάσει των επεισοδίων που εμφανίζουν.
Συμπτώματα καταθλιπτικών διαταραχών
Είναι μεγάλος ο αριθμός των συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν τις καταθλιπτικές διαταραχές και από άτομο σε άτομο ο συνδυασμός τους διαφοροποιείται. Θα μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε τα συμπτώματα σε πέντε μεγάλες κατηγορίες: συναίσθημα, αυτόνομο νευρικό σύστημα, κινητοποίηση, σκέψη και αντίληψη και, τέλος, σωματικά συμπτώματα.
Στην πρώτη κατηγορία συμπτωμάτων, το συναισθηματικό κόσμο δηλαδή του ασθενή, συνήθως αναζητούμε την καταθλιπτική διάθεση, την ανηδονία και το άγχος. Πρώτα- πρώτα η καταθλιπτική διάθεση μπορεί να εκφράζεται με συναισθήματα όπως θλίψη, λύπη, απελπισία και απογοήτευση, με κλάμα και παραίτηση από τη ζωή. Στα παιδιά, η θλίψη μπορεί να μην εκφράζεται τόσο με λόγια, όσο με τις εκφράσεις του προσώπου τους. Εκτός από τη γενική αίσθηση θλίψης που βιώνει το καταθλιπτικό άτομο, μπορεί επίσης να βιώνει και απώλεια της ευχαρίστησης (ανηδονία) για τα πράγματα ή τις δραστηριότητες που προηγουμένως του/της έδιναν χαρά. Μεταξύ αυτών των δραστηριοτήτων μπορούν να αναφερθούν το φαγητό, το σεξ, η άθληση, οι κοινωνικές συναναστροφές και άλλες προσωπικές δραστηριότητες του καθενός. Τέλος, η καταθλιπτική διάθεση μπορεί να εκφράζεται με άγχος που μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές, όπως φόβος, ευερεθιστότητα, εσωτερική δυσφορία, αίσθηση κινδύνου ή και κρίσεις πανικού.
Στις καταθλιπτικές διαταραχές είναι, επίσης, συχνά τα συμπτώματα στο αυτόνομο νευρικό σύστημα. Η διαταραχή στον ύπνο είναι ένα από τα συχνότερα και πιο ενοχλητικά συμπτώματα για τους ανθρώπους με κατάθλιψη. Συνήθως οι διαταραχές στον ύπνο εκφράζονται με αϋπνίες, που μπορεί να δυσκολεύουν κάποιον να κοιμηθεί (αρχική αϋπνία), να τον ξυπνούν στη μέση της νύχτας και να δυσκολεύεται να ξανακοιμηθεί (μέση αϋπνία) ή να ξυπνάει ιδιαίτερα νωρίς (τελική αϋπνία). Στα παιδιά, στους νεαρούς ενήλικες και στα άτομα που πάσχουν από Διπολική Διαταραχή πιο συχνές είναι οι υπερυπνίες αντί για τις αϋπνίες.
Εξίσου συχνές είναι και οι διαταραχές στη διατροφή του ατόμου που πάσχει από κατάθλιψη. Η ανορεξία οδηγεί στην απώλεια βάρους, που σε μεγάλο βαθμό μπορεί ακόμη και να είναι επικίνδυνη για τη ζωή του ατόμου. Η αύξηση της όρεξης και, κατά συνέπεια η αύξηση του βάρους, είναι πιο συχνό φαινόμενο στις γυναίκες και τα άτομα με Διπολική Διαταραχή. Η απώλεια ενέργειας γίνεται αισθητή στα άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη, καθώς νιώθουν διαρκώς μια κόπωση και εξάντληση να τους ταλαιπωρεί, κάνοντας ακόμη και τις πιο μικρές δραστηριότητες να φαίνονται εξαιρετικά απαιτητικές. Η ελάττωση ή απώλεια της σεξουαλικής διάθεσης είναι συχνό φαινόμενο και στα δύο φύλα, φαίνεται ωστόσο να έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις στους άνδρες καθώς εκφράζεται με αδυναμία διατήρησης της στύσης, γεγονός που επηρεάζει ακόμη περισσότερο τη διάθεση και την αυτοπεποίθησή τους. Η ψυχοκινητική επιβράδυνση ή διέγερση έχουν να κάνουν με τις αντιδράσεις του ατόμου, το λόγο, το βλέμμα του και την κίνησή του. Η επιβράδυνση εκφράζεται με αργό λόγο, μονολεκτικές απαντήσεις, απλανές βλέμμα, λίγες και αργές κινήσεις του σώματος, συμπτώματα που προσομοιάζουν την κατατονία. Από την άλλη πλευρά, η διέγερση εκφράζεται με γρήγορο λόγο, έντονες, γρήγορες και συνεχείς κινήσεις, στριφογύρισμα των χεριών, ρούχων, μαλλιών και γενικότερη αδυναμία χαλάρωσης. Η διέγερση είναι συχνότερη σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Η τρίτη μεγάλη κατηγορία συμπτωμάτων αφορούν στην κινητοποίηση του ατόμου, μια ομάδα συμπτωμάτων που έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό και με τη θέληση του ασθενή να ξεκινήσει θεραπεία και να προσπαθήσει να ξεπεράσει την κατάθλιψη. Η απώλεια του ενδιαφέροντος για καθημερινές δραστηριότητες διαφοροποιείται από την ανηδονία που αναφέρθηκε προηγουμένως. Οι ασθενείς με κατάθλιψη βιώνουν εκτός από την απώλεια της ικανοποίησης και μια ελάττωση ή απώλεια της ικανότητας να ενδιαφερθούν για οποιαδήποτε συνθήκη της ζωής τους, είτε αυτή είναι η εργασία, η οικογένειά τους ή ακόμη και οι καθημερινές δραστηριότητες. Η ανημπόρια και η έλλειψη ελπίδας, είναι πολύ συχνά συμπτώματα όπως και η αδυναμία φροντίδας της εμφάνισης και προσωπικής υγιεινής. Η συνθήκη αυτή τείνει να δημιουργεί αίσθημα αβοηθησίας και έλλειψης ελπίδας για το μέλλον ή την εξέλιξη της ασθένειάς τους.
Τέλος, το πιο ανησυχητικό από τα συμπτώματα είναι οι σκέψεις ή οι απόπειρες αυτοκτονίας. Περίπου το 1% των ατόμων με κατάθλιψη προχωρά στην αυτοκτονία μέσα στον πρώτο χρόνο της ασθένειάς τους, ενώ το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στα 15% σε ασθενείς που υποφέρουν από υποτροπιάζοντα επεισόδια. Το γεγονός αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που βλέπει ο ασθενής τη ζωή του, που φαίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτη, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται και η ενεργητικότητά του με αποτέλεσμα να μπορεί να φέρει εις πέρας ένα σχέδιο τερματισμού της ζωής.
Η κατάθλιψη, επίσης, χαρακτηρίζεται από συμπτώματα που έχουν να κάνουν με τη σκέψη και την αντίληψη του ασθενή. Πολύ συχνά τα άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη αναφέρουν αισθήματα και σκέψεις ενοχής ή/και αναξιότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησης, που βασίζονται σε παροντικές ή παρελθοντικές καταστάσεις ή στην ασθένειά τους. Η αυτοκατηγορία, η έντονη αρνητική κριτική και η καταρράκωση της προσωπικής ατομικής αξίας φαίνεται να είναι δυσανάλογα σκληρές κατηγορίες σε σχέση με τα περιστατικά που αναφέρει ο ασθενής και που, κατά τη γνώμη του, δικαιολογούν την αρνητική του εικόνα. Οι ιδέες αυτές και η αρνητική εικόνα για τον εαυτό διογκώνεται όταν το άτομο λόγω της κατάθλιψης αδυνατεί να φέρει εις πέρας καθημερινές δραστηριότητες που μπορούσε στο παρελθόν. Αν αυτές οι σκέψεις και οι ιδέες γιγαντωθούν και σταθεροποιηθούν στο μυαλό του ασθενούς, δημιουργώντας μια νέα, ακλόνητη διάσταση της πραγματικότητας για αυτόν/ήν, τότε θεωρούμε ότι έχουν φτάσει στο σημείο να αποτελούν παραληρητικές ιδέες.
Τα άτομα με κατάθλιψη υποφέρουν συχνά από δυσκολία στη συγκέντρωση που εκφράζεται με δυσκολία να διαβάσουν, να συμμετέχουν σε μια συζήτηση ή ακόμη και να δουν τηλεόραση. Πιθανώς οι καταθλιπτικές σκέψεις τούς απορροφούν τόση ενέργεια που τους αφήνουν εξαντλημένους για να δώσουν την απαιτούμενη προσοχή και συγκέντρωση σε άλλες δραστηριότητες. Τα συμπτώματα αυτά συγχέονται εύκολα με τη γεροντική άνοια, γεγονός που κάνει τη διάγνωση της κατάθλιψης δύσκολη σε άτομα της τρίτης ηλικίας. Τέλος, όταν η κατάθλιψη είναι βαριάς μορφής, μπορεί να περιλαμβάνει και ψυχωτικά συμπτώματα, όπως παραληρητικές ιδέες και ψευδαισθήσεις που συνήθως είναι σύμφωνες με τη συναισθηματική διάθεση του ασθενή, όπως για παράδειγμα να ακούει φωνές που τον κατηγορούν, τον υποβιβάζουν και τον καταδιώκουν ή να εμφανίζει ιδέες καταστροφής του κόσμου ή του εαυτού.
Εκτός από τα συμπτώματα στο αυτόνομο νευρικό σύστημα που αναφέρθηκαν παραπάνω και εκφράζονται συχνά μέσα από το σώμα, υπάρχουν πολλά σωματικά συμπτώματα που εμφανίζονται εκφράζοντας το καταθλιπτικό σύνδρομο. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι εμετοί, κράμπες, στομαχόπονοι, πόνοι στη μέση και πονοκέφαλοι, δυσκοιλιότητα, δυσκολία στην αναπνοή, πόνοι στο στήθος και αίσθηση βάρους ή «πλακώματος». Ο όρος «καλυμμένη κατάθλιψη» ουσιαστικά δε χαρακτηρίζει κάποια διαφορετική κατηγορία ασθένειας, αλλά χρησιμοποιείται για να ορίσει την κατάθλιψη που εκφράζεται μέσα, κυρίως, από σωματικά συμπτώματα. Η αναζήτηση και άλλων συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν την κατάθλιψη μπορεί να οδηγήσει στη σωστή διάγνωση.
Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή
Υπάρχουν τρία βασικά, διαγνωστικά κριτήρια για τη Μείζονα Καταθλιπτική Διαταραχή κατά το διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM-IV. Το πρώτο είναι η παρουσία ενός μοναδικού Μείζονος Καταθλιπτικού Επεισοδίου, κριτήριο που αποκλείει άλλες διαταραχές της διάθεσης που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη και άλλων επεισοδίων. Το δεύτερο κριτήριο της Μείζονος Καταθλιπτικής Διαταραχής είναι ότι το Καταθλιπτικό Επεισόδιο δεν μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα από κάποια άλλη ψυχική ασθένεια. Αν κάποια άλλη ασθένεια εξηγεί καλύτερα την ύπαρξη ενός Μείζονος Καταθλιπτικού Επεισοδίου, τότε θα πρέπει να αποκλειστεί η Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή και να ερευνηθούν καλύτερα τα διαγνωστικά κριτήρια των άλλων διαταραχών. Τέλος, διαγνωστικό κριτήριο για τη Μείζονα Καταθλιπτική Διαταραχή αποτελεί η ανυπαρξία μανιακού, μεικτού ή υπομανιακού επεισοδίου, που επίσης οδηγούν τον ειδικό ψυχικής υγείας να αναζητήσει άλλες πιθανές ασθένειες αποκλείοντας τη Μείζονα Καταθλιπτική Διαταραχή. Πριν δοθεί η διάγνωση της Μείζονος Καταθλιπτικής Διαταραχής, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη άλλα γεγονότα ή καταστάσεις που βιώνει το άτομο, όπως είναι το πένθος, οι περίοδοι θλίψης, η Διαταραχή Ελαττωματικής Προσοχής ή Υπερκινητικότητας και άλλες Παραληρητικές ή Ψυχωτικές Διαταραχές, αλλά και η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών.
Επιδημιολογία
Ο κίνδυνος νοσηρότητας, δηλαδή εμφάνισης της κατάθλιψης, είναι διπλάσιος στις γυναίκες από ό,τι στους άντρες. Τα ποσοστά νοσηρότητας, ωστόσο, δε φαίνεται να επηρεάζονται από άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως το μορφωτικό επίπεδο, η εθνικότητα ή η οικονομική κατάσταση. Όσον αφορά στην ηλικία, η Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή συνήθως εμφανίζεται γύρω στην ηλικία των 25. Η υψηλότερη συχνότητα και για τα δύο φύλα είναι μεταξύ των 25 και 45 ετών, ενώ ο κίνδυνος μειώνεται μετά τα 65 χρόνια. Αυξημένος κίνδυνος υπάρχει για τα άτομα που έχουν συγγενείς πρώτου βαθμού που πάσχουν από κατάθλιψη, καθώς για τα άτομα αυτά η διαταραχή είναι 1,5 με 3 φορές συχνότερη.
Η σημασία της σωστής διάγνωσης
Όπως γίνεται αντιληπτό, η διάγνωση μιας ψυχικής ασθένειας είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που περιλαμβάνει πολλές και διαφορετικές εξερευνήσεις, από την ιατρική κατάσταση του ατόμου και τυχόν καταχρήσεις ουσιών έως τη γενικότερη κατάσταση την οποία βιώνει ο ασθενής και τις λοιπές ουσίες οι οποίες εισέρχονται στον οργανισμό του (φάρμακα ή τοξίνες). Η σωστή διάγνωση μιας ψυχικής ασθένειας είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό καθήκον του ειδικού, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με υπομονή και προσοχή στη λεπτομέρεια. Η σύγχρονη ψυχιατρική συχνά ξεχνάει τη σημασία της σωστής διάγνωσης, με αποτέλεσμα να υπάρχει πλήθος ασθενών που κουράρονται με φαρμακευτική αγωγή προορισμένη για διαφορετικές ψυχικές ασθένειες. Η λανθασμένη φαρμακευτική αγωγή, με τη σειρά της, μπορεί να οδηγήσει σε χειροτέρευση της ψυχικής κατάστασης του ασθενούς, ο οποίος τείνει να γίνεται πειραματόζωο και δοκιμαστής διαφόρων ψυχοφαρμάκων που καταστρέφουν τον ψυχισμό και το σώμα του. Υπό αυτό το πρίσμα, η διάγνωση καλό θα είναι να γίνεται από κάποιον ειδικό, ο οποίος κατέχει γνώση και εμπειρία επάνω στις ψυχικές ασθένειες.
Η επιλογή αντιμετώπισης της Μείζονος Καταθλιπτικής Διαταραχής
Υπάρχει μια συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ ψυχολόγων και ψυχιάτρων σχετικά με την αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών γενικότερα, αλλά και της κατάθλιψης ειδικότερα. Η σύγχρονη ψυχιατρική, βασισμένη στο ιατρικό μοντέλο, ωθεί τους ασθενείς στη φαρμακοθεραπεία, ενώ η ψυχολογία, βασισμένη σε ένα κοινωνικό και ανθρωποκεντρικό μοντέλο, αντιλαμβάνεται την ψυχική ασθένεια ως αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών και προτείνει την αντιμετώπισή της μέσα από αλλαγή του εαυτού και, κατά συνέπεια του κοινωνικού μικρόκοσμου μέσα στο οποίο ζει το άτομο.
Σωματικές θεραπείες
Παρόλη τη διαφωνία των ειδικών ψυχικής υγείας, το κύριο μέλημα όλων των επαγγελματιών είναι οι επείγουσες καταστάσεις, με άλλα λόγια η πιθανότητα αυτοκτονίας ή ανθρωποκτονίας που μπορεί να εμφανίζεται στον ασθενή που πάσχει από κατάθλιψη. Όταν αντιμετωπίζουμε επείγουσες καταστάσεις, συνήθως τα φάρμακα αποτελούν την πιο αποτελεσματική θεραπεία, καθώς ο στόχος είναι να κατασταλλούν τα συμπτώματα που μπορεί να οδηγήσουν το άτομο στο να κάνει κακό στον εαυτό του ή σε άλλους.
Μεταξύ των συνηθισμένων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της κατάθλιψης είναι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται τόσο για τη θεραπεία οξέων μείζονων καταθλιπτικών επεισοδίων, όσο και για την αντιμετώπιση χρόνιων συμπτωμάτων και υποτροπιαζόντων καταθλιπτικών επεισοδίων. Τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά έχουν την ικανότητα να ενδυναμώνουν τη δράση της νορεπινεφρίνης και της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, δύο ορμονών που ουσιαστικά μας κάνουν να νιώθουμε ευφορία και ικανοποίηση. Τα νεότερα αντικαταθλιπτικά, και ειδικότερα οι εκλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (ΕΑΕΣ) θεωρούνται ασφαλή σε μεγάλες δόσεις και χρησιμοποιούνται μαζί με τα τρικυκλικά ως η πρώτη γραμμή αντιμετώπισης της κατάθλιψης. Ως δεύτερη γραμμή αντιμετώπισης έρχονται οι αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟ), τα οποία στοχεύουν κυρίως στα άτυπα συμπτώματα της κατάθλιψης αν και παρουσιάζουν περισσότερες παρενέργειες από τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά.
Μια άλλη οικογένεια ψυχοφαρμάκων είναι τα μείζονα ηρεμιστικά, τα οποία στοχεύουν στα ψυχωτικά συμπτώματα της κατάθλιψης, τις παραληρητικές ιδέες και τις ψευδαισθήσεις, τα οποία ωστόσο τείνουν να συνταγογραφούνται μαζί και με αντικαταθλιπτικά, καθώς από μόνα τους φαίνεται να μην δρουν επαρκώς. Τέλος, τα καταπραϋντικά, ηρεμιστικά και ελάσσονα ηρεμιστικά χρησιμοποιούνται για να ανακουφίσουν το άτομο από το άγχος, τον εκνευρισμό ή την αϋπνία που συνηθίζονται στο καταθλιπτικό σύνδρομο. Άλλες σωματικές θεραπείες είναι το ηλεκτροσόκ που χρησιμοποιείται σε βαριές περιπτώσεις όπου η ζωή του ασθενή βρίσκεται σε κίνδυνο και η θεραπεία με λίθιο, κυρίως για τις Διπολικές Διαταραχές που εμφανίζουν τόσο καταθλιπτικά όσο και μανιακά επεισόδια.
Ψυχοθεραπεία
Στον αντίποδα των σωματικών θεραπειών βρίσκεται η ψυχοθεραπεία που εστιάζει στις εμπειρίες και τα βιώματα του ατόμου και στοχεύει στο να βοηθήσει τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει την ασθένεια, αλλάζοντας ο ίδιος. Πιο συγκεκριμένα, η κατάθλιψη αντιμετωπίζεται έμμεσα μέσω της ψυχοθεραπείας, καθώς βελτιώνοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις, αυξάνοντας την αυτοπεποίθηση και την εμπιστοσύνη στον εαυτό και τους άλλους, ενδυναμώνοντας τους μηχανισμούς άμυνας και εστιάζοντας στην παραγωγικότητα και δημιουργικότητα του ατόμου, τα συμπτώματα της κατάθλιψης υποχωρούν. Το άτομο μαθαίνει να διαχειρίζεται και να λύνει δυσκολίες στο «εδώ και τώρα» αλλά και δυνητικά στο μέλλον, γεγονός που ενδυναμώνει την αυτοπεποίθησή του και την αίσθηση προσωπικής αξίας. Δοκιμάζει νέους τρόπους να επικοινωνήσει και να σχετιστεί με τους γύρω του, επιλύοντας έτσι διαπροσωπικές δυσκολίες και συγκρούσεις που μπορεί να είχαν φτάσει σε αδιέξοδα γεμίζοντας άγχος και ενοχές το άτομο που νοσεί και, τέλος, αντιλαμβάνεται τη δύναμη που έχει ο/η ίδιος/α, καθώς χωρίς φάρμακα αντιμετωπίζει την κατάθλιψή του/της.
Σχετικά με την ψυχοθεραπεία, υπάρχουν πολλά θεωρητικά μοντέλα που μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Η κοινωνικο-γνωστική θεραπεία, η συστημική ψυχοθεραπεία και η διαπροσωπική θεραπεία είναι μερικές από αυτές που έρευνες έχουν δείξει ότι μπορούν να βοηθήσουν άτομα που υποφέρουν από Μείζονα Καταθλιπτική Διαταραχή. Επίσης, έχει φανεί ότι η ομαδική ψυχοθεραπεία έχει πολύ καλά αποτελέσματα σε ασθενείς με κατάθλιψη, καθώς βοηθάει ιδιαίτερα στη βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων και της αυτοεκτίμησης, επιτρέπει στο άτομο να αναγνωρίσει λανθασμένες αντιλήψεις του και να δοκιμάσει νέους τρόπους αλληλεπίδρασης και, τέλος, το γεγονός ότι παρέχεται στην ομάδα συνεχής υποστήριξη από άτομα με την ίδια ασθένεια εκμηδενίζει το αίσθημα μοναξιάς, απομόνωσης και αβοηθησίας.
Ποιος αποφασίζει τη θεραπεία αντιμετώπισης;
Στην πραγματικότητα, ο ασθενής σπάνια θα κληθεί να επιλέξει τον τρόπο θεραπείας που προτιμάει για να αντιμετωπίσει την κατάθλιψή του. Συνήθως, ο επαγγελματίας στον οποίο απευθύνεται το άτομο επιλέγει εκ των προτέρων, και βάσει της εκπαίδευσής του, το μοντέλο θεραπείας για τον ασθενή. Έτσι, ένας ψυχίατρος πιθανότατα θα προτείνει την αντιμετώπιση της ασθένειας με φαρμακευτική αγωγή, ενώ ένας ψυχολόγος θα στρέψει τον ασθενή προς κάποια ψυχοθεραπευτική μέθοδο. Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων το ένα και μόνο είδος θεραπείας δεν είναι επαρκές. Η χορήγηση φαρμάκων στην κατάλληλη δοσολογία, για ορισμένο χρονικό διάστημα (κατά προτίμηση σύντομο) και πάντα με τη συνταγογράφηση του γιατρού μπορεί να αποδειχτεί ευεργετική όταν τα συμπτώματα της κατάθλιψης θέτουν τη ζωή του ασθενή σε κίνδυνο. Παρόλα αυτά, η ψυχοθεραπεία είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει το άτομο να αντιμετωπίσει τις αιτίες της κατάθλιψης στη ρίζα τους. Το άτομο αναγνωρίζει τους λόγους που το οδήγησαν στην κατάθλιψη και αναζητά νέους τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων στην καθημερινή ζωή, έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες επανεμφάνισης της κατάθλιψης ή κάποιας άλλης ψυχικής ασθένειας. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας είναι δύσκολο να συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα. Η δράση των φαρμάκων ισοπεδώνει τις συναισθηματικές αντιδράσεις, έτσι ώστε ο ασθενής να μην βιώνει έντονες ψυχολογικές διακυμάνσεις. Η ψυχοθεραπεία από την άλλη, δουλεύει με το συναίσθημα του ατόμου, το οποίο χρησιμοποιεί σαν μέσο αλλαγής και εξέλιξης. Έτσι, η δύναμη της ψυχοθεραπείας αναστέλλεται όταν ο θεραπευόμενος βρίσκεται σε φαρμακευτική αγωγή, πράγμα που τον καθιστά ανίκανο να έρθει σε πλήρη επαφή με το συναίσθημά του. Ακόμη, λοιπόν, κι αν χορηγηθούν φάρμακα στον ασθενή για ένα διάστημα μέχρι να κοπάσουν τα έντονα καταθλιπτικά συμπτώματα, κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας προτιμάται ο ασθενής σε συνεργασία με τον ψυχίατρό του να μειώσουν και ελαχιστοποιήσουν τη φαρμακευτική αγωγή ώστε να λειτουργήσει η ψυχοθεραπευτική δουλειά.